- αδελφώνω
- και αδερφώνωΙ. ενεργ. συμφιλιώνωΙΙ. (ενεργ. και μέσ.)1. συμφιλιώνομαι2. συνδέομαι με στενή φιλία3. προσφέρω ή αποκτώ αδελφό4. συνάπτω, ενώνω5. συμφύομαι με παραφυάδες, με βλαστούςλέγεται κυρίως για τα δημητριακά, όταν εκφύονται δίδυμοι ή πολυκάλαμοι βλαστοί6. αποκαθιστώ το ταίρι, το όμοιο κάποιου πράγματος7. συνεταιρίζομαι με κάποιον8. (παθ. μτχ.) αδελφωμένος, -η, -οσυμφιλιωμένος, μονοιασμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφός.ΠΑΡ. αδέλφωμα, αδέλφωση, αδελφωτός].
Dictionary of Greek. 2013.